- C
- c, C[tseː]<-, -> nt1. (Buchstabe) το τρίτο γράμμα του γερμανικού αλφάβητου2. (MUS) ντο nt,• in C-Dur σε ντο μείζονα/ματζόρε,• in c-Moll σε ντο ελάσσονα/μινόρε
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.